
Η επιστροφή των θρύλων του thrash απογοητεύει, αφήνοντας περισσότερα ερωτήματα παρά ενθουσιασμό
Νέο, πολυαναμενόμενο άλμπουμ από τους θρύλους του αμερικάνικου thrash, Dark Angel, μετά από 34 χρόνια και… από πού να το πιάσω και πού να τ’ αφήσω… Από αλλού το περιμέναμε και από αλλού μας ήρθε! Η ψυχρολουσία της χρονιάς!!! Αλλά αρκετά με τα δράματα… ας το πιάσουμε λοιπόν απ’ την αρχή, μπας και βγάλουμε κάποια άκρη.
Καταρχάς, ήδη από μόνο του το γεγονός της επαναδραστηριοποίησης της ιστορικής αυτής μπάντας μετά από τόσα χρόνια, με τη σύνθεση των Leave Scars & Time Does Not Heal (με τη γυναίκα του Hoglan να τους πλαισιώνει στη 2η κιθάρα, στη θέση του εκλιπόντος Jim Durkin), ζωγράφισε χαμόγελα χαράς στους απανταχού old school thrashers. Χαρά η οποία μετατράπηκε σε ενθουσιασμό ανάμεσα στους Έλληνες οπαδούς της μπάντας όταν ανακοινώθηκε η πρώτη τους εμφάνιση επί ελληνικού εδάφους τον Ιούλιο του ‘23 στο Γκαγκάριν, όπου σάρωσαν τα πάντα όλα, καθώς και στην επαναληπτική τους εμφάνιση στον ίδιο χώρο δύο χρόνια μετά, όπου μας παρουσίασαν και δείγματα του νέου τους επερχόμενου άλμπουμ. Δείγματα τα οποία, ενώ live ακούστηκαν δεόντως ελπιδοφόρα και πολλά υποσχόμενα, όπως αποδείχθηκε έναν μήνα μετά, δεν ικανοποίησαν (κατ’ εμέ) τις προσδοκίες.
Με το πρώτο κιόλας άκουσμα αντιλαμβάνεται κανείς ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα του δίσκου έγκειται στα φωνητικά του συμπαθέστατου, κατά τ’ άλλα, Ron Rinehart. Ακούγονται επίπεδα, μονότονα και μονοδιάστατα σε βαθμό εκνευρισμού, ενώ παράλληλα σου δίνουν την εντύπωση ότι είναι εκτός τόνου και σαν να μην έχει αποφασίσει αν θέλει να τραγουδήσει πιο «καθαρά» ή με γκαρίδες, καταλήγοντας σ’ ένα αλλοπρόσαλλο αποτέλεσμα. Ακόμα και τα κάποια gang backing vocals που έπιασε τ’ αυτί μου, μου ακούστηκαν παράταιρα, ξέμπαρκα και εκτός τόπου. Τα riffs ανέμπνευστα, κλισαρισμένα, χιλιοπαιγμένα και αδιάφορα… Στην ενορχήστρωση των κομματιών, σε κάποια σημεία γίνεται ένας κόψε-ράψε ψιλοαχταρμάς, χωρίς τα riffs να ακολουθούν κάποια λογική συνοχή, σαν να τα πέταξαν εδώ και κει, με το κομπρεσαρισμένο overproduction του δίσκου να χειροτερεύει ακόμα περισσότερο την κατάσταση και τα triggers να κάνουν stand out σε ενοχλητικό βαθμό, καθιστώντας την ακρόαση εκνευριστική και ανυπόφορη, και με όλα τα παραπάνω να συντελούν σε ένα γενικά βαρετό outcome.
Συμπερασματικά, στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον, αυτός ΔΕΝ είναι Dark Angel δίσκος με καμία κυβέρνηση, κι ας φοράει περήφανα (και παραπλανητικά) το μυθικό logo στο, κατά τ’ άλλα, φοβερό εξώφυλλο. Ειδικά από βετεράνους του είδους όπως ο Hoglan και ο Meyer, ανέμενα περισσότερα.
Περιμέναμε 34 χρόνια… γι’ αυτό;;; Κρίμα…
Ας ελπίσουμε ότι ήταν απλά ένα στραβοπάτημα, απ’ αυτά που όλοι έχουν δικαίωμα να κάνουν έστω μία φορά, και ότι στο μέλλον θα επιστρέψουν με άλμπουμ αντάξιο του πολλά βαρύ ονόματός τους.