Bolt Thrower: Η πολεμική μηχανή του death metal

Bolt Thrower: Η πολεμική μηχανή του death metal Photo credits

Το συγκρότημα που έκανε το death metal να ηχήσει σαν πεδίο μάχης και έμεινε πιστό στις αρχές του μέχρι τέλους.

Με αφορμή τη διαρκή επιρροή τους στον χώρο του death metal, αξίζει να θυμηθούμε τους Bolt Thrower, ένα συγκρότημα που από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 άφησε ανεξίτηλο στίγμα στη βρετανική και παγκόσμια metal σκηνή. Η ιστορία τους ξεκινά στο Coventry, με τον Gavin Ward και τον Barry Thomson στις κιθάρες, τη Jo Bench (που δεν έπαιξε στο πρώτο ντέμο) στο μπάσο — η οποία έγινε από τις πρώτες γυναίκες που καθιερώθηκαν στο death metal και λέγεται ότι έκανε πολλούς συναδέλφους να ξανασκεφτούν τη θέση της γυναίκας στο metal… χωρίς να χρειαστεί ποτέ να φωνάξει — τον Andy Whale στα ντραμς και τον Karl Willetts στα φωνητικά. Από τα πρώτα demo, όπως The Mace του 1986, φαινόταν η στρατιωτική ακρίβεια και η σκοτεινή θεματολογία που θα χαρακτήριζαν κάθε τους ηχογράφηση.


Το ντεμπούτο τους In Battle There Is No Law! (1988) κυκλοφόρησε υπό την Earache Records και καθιέρωσε τον ήχο τους: death metal με grindcore επιρροές, στρατιωτικά riff, γρήγορα και βαρύτατα drum patterns, και φωνητικά που υπογράμμιζαν την ατμόσφαιρα του πολέμου.

Το επόμενο άλμπουμ, Realm of Chaos (1989), έκανε το συγκρότημα γνωστό σε όλη την Ευρώπη, συνδυάζοντας brutal ρυθμούς και χαρακτηριστικά war samples, ενώ άνοιξε την πόρτα σε συνεργασίες με γνωστά συγκροτήματα της σκηνής, όπως οι Napalm Death, με τους οποίους είχαν κοινές εμφανίσεις.

Με το War Master (1991) οι Bolt Thrower εδραίωσαν την ταυτότητά τους στο death metal. Τα κομμάτια ήταν πιο σύνθετα, με προσεκτικά δομημένα riff και φωνητικά που υπογράμμιζαν τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του πολέμου.


Το The IVth Crusade (1992) ήταν μια φυσική συνέχεια, με καθαρότερη παραγωγή, ενώ τα επόμενα άλμπουμ, …For Victory (1994) και Honour – Valour – Pride (2001), διατήρησαν την ίδια αμείλικτη ένταση, δείχνοντας ότι η μπάντα μπορούσε να εξελίσσεται χωρίς να χάνει την ουσία της. Η Jo Bench παρέμεινε σημείο αναφοράς στη σκηνή, ενώ η σταθερή παρουσία των Gavin Ward και Barry Thomson διασφάλιζε τον χαρακτηριστικό ήχο της μπάντας, παρά τις αλλαγές στα φωνητικά και στα ντραμς.

Το τελευταίο τους στούντιο άλμπουμ, Those Once Loyal (2005), αποτελεί κορύφωση της καριέρας τους: συγκεντρώνει όλη την εμπειρία δεκαετιών, με στιβαρή παραγωγή, στιβαρά riff και ατμόσφαιρα που θυμίζει στρατόπεδο μάχης. Παρά τη διάλυση το 2016, μετά τον θάνατο του ντράμερ Martin Kearns (το 2015), οι Bolt Thrower παρέμειναν σημείο αναφοράς για κάθε metalhead. Η μπάντα δήλωσε ότι χωρίς τον Martin δεν μπορούσαν να συνεχίσουν με την ίδια ενέργεια και αφοσίωση, και ότι η απόφασή τους να διαλυθούν ήταν σεβασμός στη μνήμη του και στην κληρονομιά που δημιούργησαν μαζί όλα αυτά τα χρόνια. Η διάλυση δεν ήταν αποτέλεσμα καυγάδων ή δημιουργικών διαφωνιών, αλλά καθαρά προσωπική και συναισθηματική απόφαση.

Η μπάντα απέφυγε πάντα τάσεις “trendy metal” και παρέμεινε πιστή στον σκληρό, σκοτεινό ήχο της, με θεματολογία στρατιωτικών συγκρούσεων και war imagery στα artwork και τα κομμάτια της. Οι επιρροές τους από άλλες βρετανικές grind/death metal μπάντες, σε συνδυασμό με την αφοσίωση και την ακρίβεια στον ήχο, δημιούργησαν ένα μοναδικό death metal στυλ με crust στοιχεία που επηρέασε γενιές μουσικών και οπαδών. Κάθε live εμφάνιση ήταν μια απόδειξη της ενέργειας και της αφοσίωσης της μπάντας, ενώ τα demo και τα πρώτα άλμπουμ τους εξακολουθούν να θεωρούνται κλασικά στον χώρο.

Οι Bolt Thrower απέδειξαν ότι ο death/crust ήχος μπορεί να είναι στρατιωτικός, σκοτεινός αλλά συνάμα συναισθηματικός, και ότι η αφοσίωση στο ύφος και στην ιδέα τους υπερβαίνει την εμπορική επιτυχία.